κοφτός

κοφτός
-ή, -ό
επίρρ. ο κομμένος, αυτός που γίνεται με την κοπή: Του τα είπα ορθά κοφτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κοφτός — ή, ό (Α κοπτός, ή, όν) [κόπτω] κομμένος («κοφτό μακαρονάκι») νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με κοπή ή τομή («κοφτές βεντούζες») 2. φρ. «κοφτά λόγια» σταράτες κουβέντες, ξεκάθαρα λόγια β) «κοφτή κουταλιά» κουταλιά όχι πολύ γεμάτη, περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • απρόκοπος — κ. κοφτος, η, ο (AM ἀπρόκοπος, ον) όποιος δεν έχει προκοπή, δεν κάνει προόδους νεοελλ. 1. οκνηρός 2. ανάγωγος 3. δύστροπος …   Dictionary of Greek

  • κοπτός — κοπτός, ή, όν (Α) βλ. κοφτός …   Dictionary of Greek

  • κοφτερός — ή, ό [κοφτός] 1. αυτός που κόβει καλά, αιχμηρός, οξύς («κοφτερό ψαλίδι») 2. το ουδ. ως ουσ. το κοφτερό καθετί που κόβει …   Dictionary of Greek

  • Ρόλαντ Χολστ, Άντριον — (Holst, Άμστερνταμ 1888). Ολλανδός ποιητής. Σπούδασε για λίγο καιρό φιλολογία και κελτική μυθολογία στην Οξφόρδη. Από το 1920 έως το 1924 εργάστηκε ως συντάκτης στο περιοδικό Ο οδηγός. Έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την ποιητική συλλογή Στίχοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”